- ανατάραγμα
- το1. ανατάραξη, ανακίνηση2. συγκλονισμός, σπασμός από αρρώστια (πυρετό, επιληψία κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανατάραγμα — το, ατος και αναταραγμός, ο και ανατάραξη, η ανακίνηση, ανάσειση: Το φάρμακο πριν το πιεις θέλει ανατάραγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναταραγμός — ο 1. ανατάραγμα, αναταραχή 2. ψυχική ταραχή, εξέγερση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναταράζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία] … Dictionary of Greek